εἴξεως

εἴξεως
εἴξεω̆ς , εἶξις
giving way
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προανάδειξις — είξεως, ή, Α [προαναδείκνυμι] ανάδειξη εκ τών προτέρων …   Dictionary of Greek

  • συνένδειξις — είξεως, ἡ, Α [ἔνδειξις] ταυτόχρονη ένδειξη …   Dictionary of Greek

  • συνέπειξις — είξεως, ἡ, Α [συνεπείγω] μεγάλη βιασύνη …   Dictionary of Greek

  • συναπόδειξις — είξεως, ἡ, Α [συναποδείκνυμι] η από κοινού απόδειξη …   Dictionary of Greek

  • σύνειξις — είξεως, ἡ, Α [συνείκω (Ι)] υποχώρηση …   Dictionary of Greek

  • ύπειξις — είξεως, ἡ, Α [ὑπείκω] υποχώρηση, υποταγή …   Dictionary of Greek

  • κατέπειξις — κατέπειξις, είξεως, ή [κατεπείγω] 1. βιαστική ενέργεια 2. ταχύτητα, επιτάχυνση …   Dictionary of Greek

  • προαπόδειξη — η / προαπόδειξις, είξεως, ΝΑ [προαποδείκνυμι] νεοελλ. (νομ.) η πριν από την έκδοση προδικαστικής απόφασης προσαγωγή, από τους διαδίκους, όλων τών εγγράφων που αποδεικνύουν την αλήθεια τών ισχυρισμών τους αρχ. προκαταρκτική απόδειξη …   Dictionary of Greek

  • πρόσμειξη — η /πρόσμειξις, είξεως, ΝΜΑ βλ. πρόσμιξη …   Dictionary of Greek

  • σύμμειξη — η / σύμμειξις, είξεως, ΝΑ βλ. σύμμιξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”